Όπως όλοι γνωρίζουμε το νερό είναι στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή. Μέσα στο υδάτινο περιβάλλον λαβαίνουν χώρο όλες οι χημικές λειτουργίες του οργανισμού και με βάση αυτό γίνεται η ρύθμιση της θερμότητας του ανθρώπινου σώματος. Στον μέσο ενήλικα άντρα με κανονικό βάρος, το σώμα του αποτελείται από 65% νερό, ενώ στη μέση ενήλικη γυναίκα το νερό αντιπροσωπεύει το 55% του σωματικού της βάρους. Τα 2/3 του νερού βρίσκονται μέσα στα κύτταρα του ανθρώπινου σώματος (ενδοκυτταρικό υγρό), ενώ το 1/3 έξω από τα κύτταρα (εξωκυτταρικό υγρό). Η συνεχής παροχή νερού στον οργανισμό είναι απαραίτητη και σημαντικότερη σε σχέση με τον εφοδιασμό του οργανισμού με τις άλλες θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως ο άνθρωπος χωρίς τροφή μπορεί να ζήσει δεκάδες μέρες, χωρίς νερό όμως, μόνο μερικές.
Η σωστή ενυδάτωση του οργανισμού πραγματοποιείται μόνο με την συνειδητή κατανάλωση υγρών, ανεξάρτητα από την αίσθηση της δίψας. Ο ανθρώπινος οργανισμός πρέπει να εφοδιάζεται με 1,5-2 λίτρα περίπου νερό την ημέρα. Οι ανάγκες αυτές μπορεί να αυξηθούν ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες, καθώς επίσης και ανάλογα με τη μυϊκή δραστηριότητα.
Όσον αφορά την αθλητική δραστηριότητα, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη σωστή ενυδάτωση του οργανισμού, όχι μονάχα κατά την διάρκεια της ημέρας αλλά κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Στους αθλητές το ποσοστό νερού σώματος ανέρχεται στο 75% και στις αθλήτριες 65%.
Όταν η απώλεια υγρών είναι ταχεία, σαν αποτέλεσμα συμμετοχής σε αθλητική δραστηριότητα η απώλεια υγρών δεν προέρχεται ισόποσα από τον εξωκυτταρικό και τον ενδοκυτταρικό χώρο αλλά από το εξωκυτταρικό νερό στο μεγαλύτερο ποσοστό και ιδιαίτερα από το αίμα. Αυτό έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου του αίματος και τις αρνητικές επιπτώσεις στην άθληση.
Η συμμετοχή, λοιπόν, στην αθλητική δραστηριότητα, έχει ως αποτελέσματα την απώλεια υγρών, κυρίως μέσω του ιδρώτα και η απώλεια αυτή συνοδεύεται παράλληλα από την απώλεια ανόργανων στοιχείων τα οποία εμπεριέχει ο ιδρώτας, π.χ κάλιο, μαγνήσιο, σίδηρο, ιχνοστοιχεία κ.λ.π. Τρόποι αναγνώρισης έλλειψης ηλεκτρολυτών είναι μέσω της γεύσης του ιδρώτα. Η περιεκτικότητα του οργανισμού σε ηλεκτρολύτες προσδίδει μια αλμυρή γεύση στον ιδρώτα. Όταν η γεύση του ιδρώτα αρχίσει να γλυκαίνει, σημαίνει πως τα αποθέματα του οργανισμού σε ηλεκτρολύτες μειώνονται.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε μερικές συμβουλές για τη χρήση υδατικών διαλυμάτων για την διατήρηση των ηλεκτρολυτών στον ιδρώτα. Υπάρχουν τριών ειδών διαλύματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο: ΥΠΕΡΤΟΝΙΚΑ – ΙΣΟΤΟΝΙΚΑ – ΥΠΟΤΟΝΙΚΑ. Οι όροι αυτοί αναφέρονται στις οσμωτικές πιέσεις που αναπτύσσονται σε ένα υγρό απ’ τα διαλυμένα σ’ αυτό ηλεκτρολύτες, υδατάνθρακες κ.λπ.
Όταν τα στερεά στοιχεία που βρίσκονται μέσα σε ένα μπουκάλι αθλητικού ροφήματος υπερβαίνουν τις οσμωτικές πιέσεις των υγρών του σώματος, τότε το υγρό ονομάζεται υπερτονικό. Όταν οι αναλογίες είναι ίσες μεταξύ των στερεών ονομάζεται ισοτονικό και όταν η περιεκτικότητα των στερεών που βρίσκονται σ’ ένα ρόφημα είναι μικρότερα από τα στερεά του σώματος ονομάζεται υποτονικό. Ο ιδρώτας θεωρείται υποτονικό υγρό, άρα θα πρέπει να δώσουμε στον οργανισμό τα ανάλογα υγρά.
– Τα υπερτονικά υγρά είναι η χειρότερη πρακτική που μπορεί να εφαρμόσει ένας αθλούμενος γιατί για να απορροφηθούν πρέπει πρώτα να αραιωθούν, έτσι ώστε μετά από λίγο να διψάσουμε πάλι.
– Τα ισοτονικά υγρά απορροφούνται με μικρή ταχύτητα από τον οργανισμό γιατί ανταγωνίζονται τα στερεά του αθλητικού ροφήματος.
– Ένα καθαρό υποτονικό ρόφημα είναι αυτό που χρειάζεται ο οργανισμός για την αναπλήρωση των υγρών ή ηλεκτρολυτών που χάνονται με τον ιδρώτα.
– Κατά τη διάρκεια της αθλητικής δραστηριότητας λοιπόν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα πρέπει να εφοδιάζουμε τον οργανισμό από με μία ποσότητα υποτονικού ροφήματος. Την ακριβή ποσότητα καθώς και τον τρόπο παρασκευής και παροχής του διαλύματος μπορείτε να την πληροφορηθείτε από τον προπονητή Καθηγητή φυσικής αγωγής του αθλήματός σας, σε συνεργασία πάντα με τον Ειδικό διατροφολόγο, εξειδικευμένο σε αθλητικά θέματα.